Ζακ Ντεμί


Το 1960, μια ανάσα μετά το ξαφνικό κύμα που άλλαξε άρδην το γαλλικό σινεμά, ένα δεύτερο κύμα έσκασε πιο απαλά στην προβλήτα του λιμανιού της Νάντης. Η «Λόλα», με την Ανούκ Αιμέ στον βασικό ρόλο, έδινε την αίσθηση πως γεννήθηκε από την ίδια πνοή που είχε ήδη γεννήσει τα «400 χτυπήματα» του Τριφό και το με «Κομμένη την ανάσα» του Γκοντάρ, οι εικόνες της όμως ήταν ανάλαφρες κι αυτό την έκανε κομψή με έναν τρόπο ξεχωριστό, αλλά όχι πρωτόγνωρο. Η «Λόλα» ήταν ένας φόρος τιμής του Ζακ Ντεμί στον παραγνωρισμένο Μαξ Οφύλς – έναν από κορυφαίους στυλίστες στην ιστορία του σινεμά. «Λόλα», όπως «Λόλα Μοντέζ»…
Σήμερα, ξαναβλέποντας την ασπρόμαυρη «Λόλα», αλλά και τις «Ομπρέλες του Χερβούργου» που είναι ίσως η ομορφότερη έγχρωμη ταινία που έχει γυριστεί, ανακαλύπτουμε ένα ολοζώντανο σινεμά. Δύο ταινίες που νίκησαν τον χρόνο, που δεν ανήκουν σε κανένα «είδος» κινηματογράφου και που αποτελούν μια ονειρική εκδοχή της πραγματικότητας. Ενα διαυγές «ψέμα» που ακόμη προκαλεί. Στον Ντεμί, το «ψέμα» του κινηματογράφου έχει ρευστότητα και αέρινη αίσθηση. Είναι η συναισθηματική έκφραση ενός δημιουργού, ο οποίος σκηνοθετεί εικόνες της πραγματικότητας έχοντας στο μυαλό του ιστορίες που έχουν ήδη ειπωθεί. Ο Ντεμί θα ’πρεπε να εφεύρει ένα άλλο πρόσχημα για να μας πει πώς είδε τον κόσμο μέσα από το μάτι της κινηματογραφικής μηχανής, εάν δεν είχαν προϋπάρξει το μιούζικαλ και το μελόδραμα.
Ο Γκοντάρ αποδόμησε κάποια είδη του αμερικανικού σινεμά όπως το γκανγκστερικό φιλμ, θέτοντας επί τάπητος το ζήτημα της γραφής. Ο Ντεμί αντιμετώπισε το μιούζικαλ είτε σαν ένα διάφανο πέπλο που δεν τον εμπόδισε να βγει έξω στον κόσμο, είτε σαν έναν καταλύτη για να πετύχει μια ονειρική όψη της πραγματικότητας που παραμένει πάντα σκληρή.
Στη «Λόλα» και στις «Ομπρέλες του Χερβούργου» το παραμύθι είναι μια ρευστή κατάσταση ανάμεσα στο όνειρο και στην πραγματικότητα ή ανάμεσα στο γέλιο και στο κλάμα. Μια κινέζικη παροιμία, «κλαίει όποιος μπορεί, γελά αυτός που θέλει», προηγείται του τίτλου της ταινίας στα ζενερίκ της «Λόλας» που είναι αφιερωμένη στον Οφύλς. Ο θεατής είναι ελεύθερος να διαλέξει.
Η πόζα της Ανούκ Αιμέ, σε μια φωτογραφία στην είσοδο του καμπαρέ Eldorado στο λιμάνι της Νάντης, φέρνει για μια στιγμή στο νου την Ντίντριχ του προπολεμικού «Γαλάζιου άγγελου». Είναι μια «παρεξήγηση» που διαλύεται αμέσως, η ηρωίδα της Αιμέ, η χορεύτρια Λόλα, δεν είναι μοιραία, ούτε σαν τα παραστρατημένα κορίτσια των φωτορομάντζων της εποχής. Περιμένει χρόνια όμως, όπως τα κορίτσια στα μελό των λιμανιών, έναν εραστή-φάντασμα, που είναι και ο πατέρας του επτάχρονου αγοριού της, ενώ δίνεται σε εφήμερους εραστές.

Η άσπρη Cadillac

Ο κύκλος της σύντομης ιστορίας της μόνον στην αρχή του και στο τέλος του εφάπτεται με το μελό. Στο κύριο μέρος της η ιστορία είναι σαν ένα ανάλαφρο μιούζικαλ, αλλά με ελάχιστα χορευτικά και χωρίς τραγούδια, γύρω από μια γυναίκα με ουδέτερη ψυχολογία, μετέωρη ανάμεσα στη δυστυχία και στην ευτυχία.
Παράλληλα με την ιστορία της Λόλας παρακολουθούμε την ιστορία ενός παιδικού της φίλου, του Ρολάν, ο οποίος ζει τεμπέλικα τη ζωή του μέχρι τη στιγμή που ξανασυναντά τυχαία τη Λόλα και την ερωτεύεται. Ο Ρολάν φέρνει περισσότερο σε φιγούρα γκονταρικού ήρωα, καθώς ο Ντεμί απομακρύνεται από διλήμματα ηθικής.
Η «Λόλα» αρχίζει στο λιμάνι της Νάντης με το «φάντασμα» του εραστή της Λόλας (ο μοιραίος άντρας του μελό, αλλά και το βασιλόπουλο του μιούζικαλ) που μπαίνει σαν σίφουνας στην ταινία οδηγώντας μια άσπρη Cadillac.

Δείτε

Λόλα (Lola, 1960)

Κύκλοι ζωής ανθρώπων που άλλοτε εφάπτονται κι άλλοτε τέμνονται. Ο Ζακ Ντεμί (1931-1990) σκηνοθετεί τη ζωή μιας γυναίκας του καμπαρέ που μοιράζει ανέμελα τη ζωή της περιμένοντας την επιστροφή του μοναδικού άντρα που σημάδεψε τη ζωή της. Παράλληλα, ένας νεαρός Αμερικανός ναύτης, ο Φράνκι, περνάει όμορφα μαζί της, ενώ ένας παλιός της φίλος, ο Ρολάν, την ερωτεύεται. Ο διευθυντής φωτογραφίας Ραούλ Κουτάρ (στενός συνεργάτης του Γκοντάρ) κινηματογραφεί μοναδικά την Ανούκ Αιμέ και τον Μαρκ Μισέλ (Ρολάν) σε κλειστούς χώρους και στους δρόμους της Νάντης. Η μουσική είναι του Μισέλ Λεγκράν. Προβάλλεται σε επανέκδοση ύστερα από ψηφιακή επεξεργασία, η οποία αναδεικνύει τη γοητεία της ταινίας σε όλο της το μεγαλείο.

Οι ομπρέλες του Χερβούργου (Les Parapluis de Cherbourg, 1963)

Το ανορθόδοξο μιούζικαλ στην ιστορία του κινηματογράφου θα μπορούσε να εκληφθεί σαν μια γαλλική απάντηση στο χολιγουντιανό «Τραγουδώντας στη βροχή». Ολοι οι διάλογοι εκφέρονται τραγουδιστά από τους ηθοποιούς, ενώ δεν υπάρχει ούτε μια χορογραφία. Το χρώμα δεσπόζει στο σκηνικό και στα κοστούμια, αποτυπώνοντας με τις εναλλαγές του τις μεταπτώσεις της ψυχολογίας των ηρώων. Μια νεαρή υπάλληλος σε ομπρελάδικο στο Χερβούργο ερωτεύεται έναν υπάλληλο συνεργείου που ονειρεύεται να ανοίξει βενζινάδικο. Ο πόλεμος της Αλγερίας καταστρέφει τα σχέδιά τους για γάμο. Παίζουν: Κατρίν Ντενέβ, Νίνο Καστελνουόβο, Μαρκ Μισέλ. Φωτογραφία από τον Ζακ Ραμπιέ και μουσική από τον Μισέλ Λεγκράν. (Στα θερινά στις 21/7)

Σχολιάστε